ανοσοποιώ

ανοσοποιώ
καθιστώ άνοσο, εξασφαλίζω ανοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνοσος + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunize].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανοσοποιώ — ανοσοποιώ, ανοσοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανοσοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, με εμβολιασμό ή άλλον τρόπο κάνω κάποιον απρόσβλητο στις αρρώστιες: Η ιατρική, με τη βοήθεια της χημείας, έχει επιτύχει να ανοσοποιήσει τον οργανισμό του ανθρώπου σε πολλές αρρώστιες. Ουσ. ανοσοποίηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοσοποίηση — η (κ. ποιία) το να αποκτήσει κανείς ανοσία με εμβολιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανοσοποιώ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunization] …   Dictionary of Greek

  • εμβολιάζω — και μπολιάζω 1. ανοσοποιώ κάποιον με το κατάλληλο εμβόλιο για την προστασία από λοιμώδη νόσο 2. (για δέντρα) ενοφθαλμίζω, κεντρώνω για να μετατρέψω άγριο δέντρο σε ήμερο ή για να αλλάξω την ποικιλία του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”